αιθυλεστέρας

αιθυλεστέρας
ο Χημ.
εστέρας ανόργανου ή οργανικού οξέος που περιέχει τη ρίζα αιθύλιο (C2H5-). Π.χ. CH3COOC2H5 οξικός αιθυλεστέρας, C2H5ONO νιτρώδης αιθυλεστέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. ethylester < ethyl (πρβλ. αιθύλιο) + ester (πρβλ. εστέρας)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ακετοξικός αιθυλεστέρας — Οργανική ένωση του τύπου CH3COCH2COOC2H5 (αιθυλεστέρας του ακετοξικού οξέος). Παρασκευάζεται με τη συμπύκνωση δύο μορίων οξικού αιθυλεστέρα παρουσία μεταλλικού νατρίου, νατριοαμιδίου ή νατριοαλκοξιδίου. Είναι άχρωμο υγρό με ευχάριστη οσμή και… …   Dictionary of Greek

  • διαζωοξικός αιθυλεστέρας — Ο αιθυλικός εστέρας του διαζωοξικού οξέος, με χημικό τύπο N2CHCOOC2H5. Σχηματίζεται από τον υδροχλωρικό εστέρα της γλυκίνης, με επίδραση νιτρώδους οξέος. Είναι τοξικό, κίτρινο υγρό με χαρακτηριστική οσμή, σημείο τήξης 24°C, σημείο βρασμού 143°C,… …   Dictionary of Greek

  • αιθύλιο — Μονοσθενής οργανική ρίζα, του τύπου CH3 CH2 , που μπορεί να θεωρηθεί ότι προέρχεται από το αιθάνιο (CH3 CH3) αν αφαιρεθεί ένα υδρογόνο ή από την αιθυλική αλκοόλη (CH3 ΟΗ2ΟΗ) αν αφαιρεθεί ένα υδροξύλιο. Το α. ανήκει στην τάξη των αλκυλίων,… …   Dictionary of Greek

  • οινανθικός — ή, ό φρ. α. «οινανθικό οξύ» οργανική ένωση, κορεσμένο μονοκαρβονικό οξύ, ουσία που είναι διαυγές ελαιώδες εύφλεκτο υγρό με δυσάρεστη οσμή, αλλ. επτανοϊκό οξύ β) «οινανθικός αιθυλεστέρας» εστέρας τού οινανθικού οξέος με την αιθυλική αλκοόλη, που… …   Dictionary of Greek

  • νιτρικός — ή, ό (Α νιτρικός, ή, όν) [νίτρο(ν)] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο νίτρο ή αυτός που περιέχει νίτρο 2. χημ. χαρακτηρισμός τών αλάτων και τών εστέρων τού νιτρικού οξέος (α. «νιτρικό αμμώνιο» β. «νιτρικό κάλιο» γ. «νιτρικός… …   Dictionary of Greek

  • οξικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο όξος, στο ξίδι 2. χημ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή οφείλεται στο οξικό οξύ (α. «οξικές ιδιότητες» β. «οξικό άλας» γ. «οξικός εστέρας») 3. φρ. α) «οξικό οξύ» άκυκλη οργανική ένωση, κορεσμένο… …   Dictionary of Greek

  • πεθιδίνη — η (φαρμ.) το πρώτο τελείως συνθετικό μορφινομιμητικό, που είναι ένας αιθυλεστέρας τού οποίου το υδροχλωρικό άλας έχει αναλγητικές και ναρκωτικές ιδιότητες, χρησιμοποιείται αντί για τη μορφίνη και, μολονότι η αναλγητική διάρκεια και δράση του… …   Dictionary of Greek

  • ταμπούν — το, Ν χημ. φωσφορούχα οργανική ένωση, αιθυλεστέρας τού Ν, Ν διμεθυλο φωσφοραμιδο κυανιδικού οξέος, τού οποίου είχε προταθεί η χρήση ως μέσου τού χημικού πολέμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tabun < γερμ. Tabun] …   Dictionary of Greek

  • διαζωοξικό οξύ — Ασταθές οργανικό οξύ, του τύπου N2CH–COOH. Οι εστέρες του είναι πάρα πολύ δραστικά σώματα και σχηματίζονται με την επίδραση νιτρώδους οξέος σε αμινοξικό αιθυλεστέρα. Οι εστέρες αυτοί διασπώνται από σώματα που περιέχουν στο μόριό τους ένα ευκίνητο …   Dictionary of Greek

  • καπρινικό οξύ — Ονομασία λιπαρού οξέος του τύπου C9H19COOH. Είναι σώμα κρυσταλλικό, έχει σημείο τήξης 31°C, σημείο βρασμού 271°C, έντονη καυστική γεύση, αηδιαστική οσμή και είναι πολύ δυσδιάλυτο στο νερό. Βρίσκεται με τη μορφή γλυκεριδίου σε πολλά λίπη και έλαια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”